Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfoderàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [fodeˈrato] 1 φοδραρισμένος 2 επενδυμένος με φόδρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |