Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


foderàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fodeˈrato]

1 φοδραρισμένος
2 επενδυμένος με φόδρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foderare foderatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

focometro (ουσ αρσ )
focoso (επίθ.)
fodera (θηλ.ουσ)
foderame (ουσ αρσ )
foderare (ρ. μτβ.)
foderato (επίθ.)
foderatura (θηλ.ουσ)
fodero (ουσ αρσ )
foga (θηλ.ουσ)
foggia (θηλ.ουσ)
foggiare (ρ. μτβ.)
foggiatura (θηλ.ουσ)
foglia (θηλ.ουσ)
fogliaceo (επίθ.)
fogliame (ουσ αρσ )
fogliare (ρ.αμτβ.)
fogliato (επίθ.)
fogliazione (θηλ.ουσ)
foglietto (ουσ αρσ )
foglifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---