Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


focòmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [foˈkɔmetro]

εστιόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  focomelico focoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

focolaio (ουσ αρσ )
focolare (ουσ αρσ )
focomelia (θηλ.ουσ)
focomelico (ουσ αρσ )
focomelico (επίθ.)
focometro (ουσ αρσ )
focoso (επίθ.)
fodera (θηλ.ουσ)
foderame (ουσ αρσ )
foderare (ρ. μτβ.)
foderato (επίθ.)
foderatura (θηλ.ουσ)
fodero (ουσ αρσ )
foga (θηλ.ουσ)
foggia (θηλ.ουσ)
foggiare (ρ. μτβ.)
foggiatura (θηλ.ουσ)
foglia (θηλ.ουσ)
fogliaceo (επίθ.)
fogliame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---