Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


foggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fodʤaˈtura]

1 διαμόρφωση
2 σχηματισμός
3 διάπλαση
4 πλάσιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foggiare foglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foderatura (θηλ.ουσ)
fodero (ουσ αρσ )
foga (θηλ.ουσ)
foggia (θηλ.ουσ)
foggiare (ρ. μτβ.)
foggiatura (θηλ.ουσ)
foglia (θηλ.ουσ)
fogliaceo (επίθ.)
fogliame (ουσ αρσ )
fogliare (ρ.αμτβ.)
fogliato (επίθ.)
fogliazione (θηλ.ουσ)
foglietto (ουσ αρσ )
foglifero (επίθ.)
foglio (ουσ αρσ )
fogliolina (θηλ.ουσ)
fogna (θηλ.ουσ)
fognare (ρ. μτβ.)
fognatura (θηλ.ουσ)
foia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---