Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


focalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fokaliddzatˈtsjone]

1 επικέντρωση
2 εστίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  focalizzare focatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fobico (αρσ. επίθ και ουσ)
foca (θηλ.ουσ)
focaccia (θηλ.ουσ)
focale (θηλ. επίθ και ουσ)
focalizzare (ρ. μτβ.)
focalizzazione (θηλ.ουσ)
focatico (ουσ αρσ )
foce (θηλ.ουσ)
focena (θηλ.ουσ)
fochista (ουσ αρσ και θηλ.)
focolaio (ουσ αρσ )
focolare (ουσ αρσ )
focomelia (θηλ.ουσ)
focomelico (ουσ αρσ )
focomelico (επίθ.)
focometro (ουσ αρσ )
focoso (επίθ.)
fodera (θηλ.ουσ)
foderame (ουσ αρσ )
foderare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---