ItalianoGreco


flùsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflusso]

1 ροή
2 ρευστή κατάσταση
3 ανερχόμενη παλίρροια
4 ρέμα
5 εκροή
6 πλημμυρίδα
7 διακύμανση
8 χύσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---