Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfluòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fluˈɔro] το φθόριο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαal fluoro = φθοριούχος [-α, -ο] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |