Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfluorùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fluoˈruro] 1 φθοριούχος 2 χημική ένωση του φθορίου 3 διάλυμα φθορίωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |