Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flûte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflut]

φλάουτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flussometro flutto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fluorurazione (θηλ.ουσ)
fluoruro (ουσ αρσ )
flussione (θηλ.ουσ)
flusso (ουσ αρσ )
flussometro (ουσ αρσ )
flute (ουσ αρσ )
flutto (ουσ αρσ )
fluttuante (αρσ. επίθ και ουσ)
fluttuare (ρ.αμτβ.)
fluttuazione (θηλ.ουσ)
fluviale (επίθ.)
fobia (θηλ.ουσ)
fobico (αρσ. επίθ και ουσ)
foca (θηλ.ουσ)
focaccia (θηλ.ουσ)
focale (θηλ. επίθ και ουσ)
focalizzare (ρ. μτβ.)
focalizzazione (θηλ.ουσ)
focatico (ουσ αρσ )
foce (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---