Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flùido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflujdo]

1 υγρό
2 ρευστό

flùido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈflujdo]

1 απρόσκοπτος
2 γλαφυρός
3 υγρός
4 ρευστός
5 ρέων
6 αβέβαιος
7 μεταβλητός
8 αστάθμητος
9 εύρους
10 ασταθής
11 χυτός
12 υδαρής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fluidità fluidodinamica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fluidica (θηλ.ουσ)
fluidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fluidificazione (θηλ.ουσ)
fluidità (θηλ.ουσ)
fluido (ουσ αρσ )
fluido (επίθ.)
fluidodinamica (θηλ.ουσ)
fluire (ρ.αμτβ.)
fluitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluitazione (θηλ.ουσ)
fluorescente (επίθ.)
fluorescenza (θηλ.ουσ)
fluoridrico (επίθ.)
fluorina (θηλ.ουσ)
fluorite (θηλ.ουσ)
fluorizzazione (θηλ.ουσ)
fluoro (ουσ αρσ )
fluorurazione (θηλ.ουσ)
fluoruro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---