Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flou  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflu]

1 κακή εστίαση
2 εστίαση φλου

flou  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈflu]

1 αβέβαιος
2 φλου
3 θαμπός
4 θολός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flottiglia fluente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flottante (ουσ αρσ )
flottante (επίθ.)
flottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
flottazione (θηλ.ουσ)
flottiglia (θηλ.ουσ)
flou (ουσ αρσ )
flou (επίθ.)
fluente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fluidamente (επίρ.)
fluidica (θηλ.ουσ)
fluidificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluidificarsi (ρ.μ. (αντων.))
fluidificazione (θηλ.ουσ)
fluidità (θηλ.ουσ)
fluido (ουσ αρσ )
fluido (επίθ.)
fluidodinamica (θηλ.ουσ)
fluire (ρ.αμτβ.)
fluitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fluitazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---