Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόflou
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈflu] 1 κακή εστίαση 2 εστίαση φλου flou επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈflu] 1 αβέβαιος 2 φλου 3 θαμπός 4 θολός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |