Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfloricoltóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [florikolˈtore] 1 ανθοπαραγωγός 2 ανθοκόμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |