Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


floridézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [floriˈdettsa]

1 ευεξία
2 ακμή
3 ευπορία
4 σφρίγος
5 θαλερότητα
6 ευημερία
7 αλκή
8 ανθηρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  floricoltura florido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

florale (επίθ.)
floreale (αρσ. επίθ και ουσ)
floricolo (επίθ.)
floricoltore (ουσ αρσ )
floricoltura (θηλ.ουσ)
floridezza (θηλ.ουσ)
florido (επίθ.)
florilegio (ουσ αρσ )
floscezza (θηλ.ουσ)
floscio (επίθ.)
flotta (θηλ.ουσ)
flottaggio (ουσ αρσ )
flottante (ουσ αρσ )
flottante (επίθ.)
flottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
flottazione (θηλ.ουσ)
flottiglia (θηλ.ουσ)
flou (ουσ αρσ )
flou (επίθ.)
fluente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---