Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfloèma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [floˈɛma] 1 σύνθετος ιστός φυτού 2 φλοίωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |