Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόflessìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [flesˈsivo] 1 που έχει γραμματικές κλίσεις 2 κεκαμμένος 3 λυγισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |