Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόflessìbile
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [flesˈsibile] 1 εύκαμπτος (-η, -ο) 2 (orario) ελαστικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |