Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόflessìmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [flesˈsimetro] 1 αποκλισιόμετρο 2 όργανο μέτρησης απόκλισης ή εκτροπής ή παρέκκλισης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |