Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflɛsso]

1 καμπή (μαθηματικά)
2 σημείο καμπής (μαθηματικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flessivo flessore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flessibile (αρσ. επίθ και ουσ)
flessibilità (θηλ.ουσ)
flessimetro (ουσ αρσ )
flessione (θηλ.ουσ)
flessivo (επίθ.)
flesso (ουσ αρσ )
flessore (επίθ.)
flessorio (επίθ.)
flessuosità (θηλ.ουσ)
flessuoso (επίθ.)
flessura (θηλ.ουσ)
flettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
flettersi (ρ. μ. αμτβ.)
flicorno (ουσ αρσ )
flictene (θηλ.ουσ)
flipper (ουσ αρσ )
flirt (ουσ αρσ )
flirtare (ρ.αμτβ.)
fliscorno (ουσ αρσ )
flit (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---