Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flessuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [flessuˈoso], [flessuˈoso]

1 εύπλαστος
2 ευέλικτος
3 εύκαμπτος
4 ευλύγιστος
5 σβέλτος
6 ευκίνητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flessuosità flessura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flessivo (επίθ.)
flesso (ουσ αρσ )
flessore (επίθ.)
flessorio (επίθ.)
flessuosità (θηλ.ουσ)
flessuoso (επίθ.)
flessura (θηλ.ουσ)
flettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
flettersi (ρ. μ. αμτβ.)
flicorno (ουσ αρσ )
flictene (θηλ.ουσ)
flipper (ουσ αρσ )
flirt (ουσ αρσ )
flirtare (ρ.αμτβ.)
fliscorno (ουσ αρσ )
flit (ουσ αρσ )
flittene (θηλ.ουσ)
flocco (ουσ αρσ )
flocculante (επίθ.)
flocculare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---