Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flemmàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [flemˈmatiko]

1 ψύχραιμος
2 απαθής
3 φλεγματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flemma flemmone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fleborragia (θηλ.ουσ)
flebosclerosi (θηλ.ουσ)
flebotomia (θηλ.ουσ)
flebotomo (ουσ αρσ )
flemma (θηλ.ουσ)
flemmatico (επίθ.)
flemmone (ουσ αρσ )
flemmonoso (επίθ.)
flessibile (αρσ. επίθ και ουσ)
flessibilità (θηλ.ουσ)
flessimetro (ουσ αρσ )
flessione (θηλ.ουσ)
flessivo (επίθ.)
flesso (ουσ αρσ )
flessore (επίθ.)
flessorio (επίθ.)
flessuosità (θηλ.ουσ)
flessuoso (επίθ.)
flessura (θηλ.ουσ)
flettere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---