Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fìttile (επίθ.) flagrànte (επίθ.)
fittìzio (επίθ.) flagrànza (θηλ.ουσ)
fìtto (ουσ αρσ ) flambé (επίθ.)
fìtto (επίθ.) flaménco, flamènco (ουσ αρσ )
fìtto (επίρ.) flàmine (ουσ αρσ )
fittóne (ουσ αρσ ) flan (ουσ αρσ )
fiumale (επίθ.) flanèlla (θηλ.ουσ)
fiumàna (θηλ.ουσ) flàngia (θηλ.ουσ)
fiumàra (θηλ.ουσ) flash (ουσ αρσ )
fiùme (ουσ αρσ ) flàto (ουσ αρσ )
fiutàre (ρ. μτβ.) flatulènto (επίθ.)
fiutàta (θηλ.ουσ) flatulènza (θηλ.ουσ)
fiùto (ουσ αρσ ) flautàto (αρσ. επίθ και ουσ)
flabèllo (ουσ αρσ ) flautìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
flaccidézza (θηλ.ουσ) flàuto (ουσ αρσ )
flàccido (επίθ.) flàvo (επίθ.)
flacóne (ουσ αρσ ) flèbile (επίθ.)
flagellaménto (ουσ αρσ ) flebilménte (επίρ.)
flagellànte (αρσ. επίθ και ουσ) flebìte (θηλ.ουσ)
flagellàre (ρ. μτβ.) flebìtico (επίθ.)
flagellarsi (ρ.μ. (αντων.)) fleboclìsi (θηλ.ουσ)
flagellàto (επίθ.) flebografìa (θηλ.ουσ)
flagellatóre (αρσ. επίθ και ουσ) fleborragìa (θηλ.ουσ)
flagellazióne (θηλ.ουσ) fleboscleròsi, flebosclèrosi (θηλ.ουσ)
flagèllo (ουσ αρσ ) flebotomìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: