ItalianoGreco


flàuto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈflawto]

ο αυλός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


flauto [αρσ.] dolce = η φλογέρα || flauto [αρσ.] traverso = το φλάουτο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---