Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fleboclìsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fleboˈklizi]

ενδοφλέβια χορήγηση ορού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flebitico flebografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flavo (επίθ.)
flebile (επίθ.)
flebilmente (επίρ.)
flebite (θηλ.ουσ)
flebitico (επίθ.)
fleboclisi (θηλ.ουσ)
flebografia (θηλ.ουσ)
fleborragia (θηλ.ουσ)
flebosclerosi (θηλ.ουσ)
flebotomia (θηλ.ουσ)
flebotomo (ουσ αρσ )
flemma (θηλ.ουσ)
flemmatico (επίθ.)
flemmone (ουσ αρσ )
flemmonoso (επίθ.)
flessibile (αρσ. επίθ και ουσ)
flessibilità (θηλ.ουσ)
flessimetro (ουσ αρσ )
flessione (θηλ.ουσ)
flessivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---