Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flèbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈflɛbile]

1 θρηνητικός
2 αδυνατισμένος
3 μελαγχολικός
4 λυπητερός
5 εξασθενημένος
6 αδύνατος
7 αδύναμος
8 ευπαθής
9 ασθενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flavo flebilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flatulenza (θηλ.ουσ)
flautato (αρσ. επίθ και ουσ)
flautista (ουσ αρσ και θηλ.)
flauto (ουσ αρσ )
flavo (επίθ.)
flebile (επίθ.)
flebilmente (επίρ.)
flebite (θηλ.ουσ)
flebitico (επίθ.)
fleboclisi (θηλ.ουσ)
flebografia (θηλ.ουσ)
fleborragia (θηλ.ουσ)
flebosclerosi (θηλ.ουσ)
flebotomia (θηλ.ουσ)
flebotomo (ουσ αρσ )
flemma (θηλ.ουσ)
flemmatico (επίθ.)
flemmone (ουσ αρσ )
flemmonoso (επίθ.)
flessibile (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---