Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόflatulènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [flatuˈlɛntsa] 1 φουσκωμάρα 2 φούσκωμα 3 τυμπανισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |