Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flatulènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [flatuˈlɛnto]

1 φυσώδης
2 μετεωρισμένος
3 φουσκωμένος
4 τυμπανικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flato flatulenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

flan (ουσ αρσ )
flanella (θηλ.ουσ)
flangia (θηλ.ουσ)
flash (ουσ αρσ )
flato (ουσ αρσ )
flatulento (επίθ.)
flatulenza (θηλ.ουσ)
flautato (αρσ. επίθ και ουσ)
flautista (ουσ αρσ και θηλ.)
flauto (ουσ αρσ )
flavo (επίθ.)
flebile (επίθ.)
flebilmente (επίρ.)
flebite (θηλ.ουσ)
flebitico (επίθ.)
fleboclisi (θηλ.ουσ)
flebografia (θηλ.ουσ)
fleborragia (θηλ.ουσ)
flebosclerosi (θηλ.ουσ)
flebotomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---