Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiutàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fjuˈtata]

1 ρούφηγμα από τη μύτη
2 μύρισμα
3 όσφρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiutare fiuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiumale (επίθ.)
fiumana (θηλ.ουσ)
fiumara (θηλ.ουσ)
fiume (ουσ αρσ )
fiutare (ρ. μτβ.)
fiutata (θηλ.ουσ)
fiuto (ουσ αρσ )
flabello (ουσ αρσ )
flaccidezza (θηλ.ουσ)
flaccido (επίθ.)
flacone (ουσ αρσ )
flagellamento (ουσ αρσ )
flagellante (αρσ. επίθ και ουσ)
flagellare (ρ. μτβ.)
flagellarsi (ρ.μ. (αντων.))
flagellato (επίθ.)
flagellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
flagellazione (θηλ.ουσ)
flagello (ουσ αρσ )
flagrante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---