Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


flàccido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈflatʧido]

1 άτονος
2 μπόσικος
3 λάσκος
4 υδαρής
5 νερουλός
6 μαλακός
7 λασκαρισμένος
8 χαύνος
9 χαλαρός
10 πλαδαρός
11 ανάριος
12 αγανός
13 νωθρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  flaccidezza flacone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiutare (ρ. μτβ.)
fiutata (θηλ.ουσ)
fiuto (ουσ αρσ )
flabello (ουσ αρσ )
flaccidezza (θηλ.ουσ)
flaccido (επίθ.)
flacone (ουσ αρσ )
flagellamento (ουσ αρσ )
flagellante (αρσ. επίθ και ουσ)
flagellare (ρ. μτβ.)
flagellarsi (ρ.μ. (αντων.))
flagellato (επίθ.)
flagellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
flagellazione (θηλ.ουσ)
flagello (ουσ αρσ )
flagrante (επίθ.)
flagranza (θηλ.ουσ)
flambé (επίθ.)
flamenco (ουσ αρσ )
flamine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---