Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiutàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fjuˈtare]

1 μυρίζομαι (ανιχνεύοντας)
2 εισπνέω με θόρυβο
3 τραβώ από την μύτη ρουφώντας
4 ρουφώ με τη μύτη
5 μυρίζομαι
6 οσμίζομαι
7 μυρίζω
8 οσφρίζομαι
9 οσφραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiume fiutata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fittone (ουσ αρσ )
fiumale (επίθ.)
fiumana (θηλ.ουσ)
fiumara (θηλ.ουσ)
fiume (ουσ αρσ )
fiutare (ρ. μτβ.)
fiutata (θηλ.ουσ)
fiuto (ουσ αρσ )
flabello (ουσ αρσ )
flaccidezza (θηλ.ουσ)
flaccido (επίθ.)
flacone (ουσ αρσ )
flagellamento (ουσ αρσ )
flagellante (αρσ. επίθ και ουσ)
flagellare (ρ. μτβ.)
flagellarsi (ρ.μ. (αντων.))
flagellato (επίθ.)
flagellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
flagellazione (θηλ.ουσ)
flagello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---