Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfìtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfitto] 1 μακαρίτης 2 πεθαμένος 3 ενοικίαση 4 ενοίκιο 5 εκμίσθωση fìtto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfitto] πυκνός (-ή, -ό) fìtto επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈfitto] 1 πυκνά 2 στερεά 3 συμπαγώς 4 αδιαπέραστα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |