Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìttile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfittile]

1 αργιλούχος
2 χωμάτινος
3 πήλινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fittezza fittizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fittabile (ουσ αρσ και θηλ.)
fittaiolo (ουσ αρσ )
fittaiuolo (ουσ αρσ )
fittavolo (ουσ αρσ )
fittezza (θηλ.ουσ)
fittile (επίθ.)
fittizio (επίθ.)
fitto (ουσ αρσ )
fitto (επίθ.)
fitto (επίρ.)
fittone (ουσ αρσ )
fiumale (επίθ.)
fiumana (θηλ.ουσ)
fiumara (θηλ.ουσ)
fiume (ουσ αρσ )
fiutare (ρ. μτβ.)
fiutata (θηλ.ουσ)
fiuto (ουσ αρσ )
flabello (ουσ αρσ )
flaccidezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---