Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfittaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fittaˈjɔlo] 1 σέμπρος 2 κολέγας 3 κολίγος 4 μορτίτης 5 επίμορτος καλλιεργητής 6 αγρολήπτης 7 κολίγας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |