Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fitozòo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fitodˈdzɔo]

1 ζωόφυτο
2 φυτόζωο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fitotomia fitta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fitopaleontologia (θηλ.ουσ)
fitopatologia (θηλ.ουσ)
fitopatologo (ουσ αρσ )
fitoterapia (θηλ.ουσ)
fitotomia (θηλ.ουσ)
fitozoo (ουσ αρσ )
fitta (θηλ.ουσ)
fittabile (ουσ αρσ και θηλ.)
fittaiolo (ουσ αρσ )
fittaiuolo (ουσ αρσ )
fittavolo (ουσ αρσ )
fittezza (θηλ.ουσ)
fittile (επίθ.)
fittizio (επίθ.)
fitto (ουσ αρσ )
fitto (επίθ.)
fitto (επίρ.)
fittone (ουσ αρσ )
fiumale (επίθ.)
fiumana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---