Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fittìzio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fitˈtittsjo]

1 εικονικός
2 φτιαχτός
3 χαλκευμένος
4 συμβολικός
5 ψεύτικος
6 φαινομενικός
7 υποθετικός
8 αγέννητος
9 τεχνητός
10 φανταστικός
11 ανύπαρκτος
12 επινοημένος
13 πλασματικός
14 μυθιστορηματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fittile fitto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fittaiolo (ουσ αρσ )
fittaiuolo (ουσ αρσ )
fittavolo (ουσ αρσ )
fittezza (θηλ.ουσ)
fittile (επίθ.)
fittizio (επίθ.)
fitto (ουσ αρσ )
fitto (επίθ.)
fitto (επίρ.)
fittone (ουσ αρσ )
fiumale (επίθ.)
fiumana (θηλ.ουσ)
fiumara (θηλ.ουσ)
fiume (ουσ αρσ )
fiutare (ρ. μτβ.)
fiutata (θηλ.ουσ)
fiuto (ουσ αρσ )
flabello (ουσ αρσ )
flaccidezza (θηλ.ουσ)
flaccido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---