Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fittàvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fitˈtavolo]

1 σέμπρος
2 κολέγας
3 κολίγος
4 μορτίτης
5 επίμορτος καλλιεργητής
6 αγρολήπτης
7 κολίγας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fittaiuolo fittezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fitozoo (ουσ αρσ )
fitta (θηλ.ουσ)
fittabile (ουσ αρσ και θηλ.)
fittaiolo (ουσ αρσ )
fittaiuolo (ουσ αρσ )
fittavolo (ουσ αρσ )
fittezza (θηλ.ουσ)
fittile (επίθ.)
fittizio (επίθ.)
fitto (ουσ αρσ )
fitto (επίθ.)
fitto (επίρ.)
fittone (ουσ αρσ )
fiumale (επίθ.)
fiumana (θηλ.ουσ)
fiumara (θηλ.ουσ)
fiume (ουσ αρσ )
fiutare (ρ. μτβ.)
fiutata (θηλ.ουσ)
fiuto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---