Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ellissògrafo (ουσ αρσ ) elòquio (ουσ αρσ )
ellissoidàle (επίθ.) élsa, èlsa (θηλ.ουσ)
ellissòide (ουσ αρσ ) elucubràre (ρ. μτβ.)
ellitticaménte (επίρ.) elucubrazióne (θηλ.ουσ)
ellìttico (επίθ.) elùdere (ρ. μτβ.)
elmétto (ουσ αρσ ) eluènte (επίθ.)
elmìnti (ουσ αρσ πληθ.) eluìre (ρ. μτβ.)
elmintìasi (θηλ.ουσ) elusióne (θηλ.ουσ)
elmìntico (επίθ.) elusività (θηλ.ουσ)
elmintologìa (θηλ.ουσ) elusìvo (επίθ.)
elmintològico (επίθ.) elùso (επίθ.)
elmintòlogo (ουσ αρσ ) eluviàle (επίθ.)
élmo (ουσ αρσ ) elùvio (ουσ αρσ )
elocuzióne (θηλ.ουσ) elvètico (ουσ αρσ )
elodèrma (ουσ αρσ ) elvètico (επίθ.)
elogiàbile (επίθ.) elzeviriàno (επίθ.)
elogiàre (ρ. μτβ.) elzevirìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
elogiatìvo (επίθ.) elzevìro (ουσ αρσ )
elogiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) emaciaménto (ουσ αρσ )
elògio (ουσ αρσ ) emaciàre (ρ. μτβ.)
elogìsta (ουσ αρσ και θηλ.) emaciarsi (ρ.μ. (αντων.))
elongazióne (θηλ.ουσ) emaciàto (επίθ.)
eloquènte (επίθ.) emaciazióne (θηλ.ουσ)
eloquenteménte (επίρ.) e–mail (θηλ.ουσ)
eloquènza (θηλ.ουσ) emalopìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: