Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elùdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈludere]

1 αποφεύγω
2 διαφεύγω
3 ξεγλιστρώ
4 υπεκφεύγω
5 ξεφεύγω
6 παρακάμπτω
7 παραμερίζω
8 αποφεύγω εργασία ή καθήκον
9 αποφεύγω με επιδεξιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elucubrazione eluente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eloquenza (θηλ.ουσ)
eloquio (ουσ αρσ )
elsa (θηλ.ουσ)
elucubrare (ρ. μτβ.)
elucubrazione (θηλ.ουσ)
eludere (ρ. μτβ.)
eluente (επίθ.)
eluire (ρ. μτβ.)
elusione (θηλ.ουσ)
elusività (θηλ.ουσ)
elusivo (επίθ.)
eluso (επίθ.)
eluviale (επίθ.)
eluvio (ουσ αρσ )
elvetico (ουσ αρσ )
elvetico (επίθ.)
elzeviriano (επίθ.)
elzevirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
elzeviro (ουσ αρσ )
emaciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---