Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elùvio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈluvjo]

συσσώρευση σκόνης και χώματος από αποσάθρωση πετρωμάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eluviale elvetico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elusione (θηλ.ουσ)
elusività (θηλ.ουσ)
elusivo (επίθ.)
eluso (επίθ.)
eluviale (επίθ.)
eluvio (ουσ αρσ )
elvetico (ουσ αρσ )
elvetico (επίθ.)
elzeviriano (επίθ.)
elzevirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
elzeviro (ουσ αρσ )
emaciamento (ουσ αρσ )
emaciare (ρ. μτβ.)
emaciarsi (ρ.μ. (αντων.))
emaciato (επίθ.)
emaciazione (θηλ.ουσ)
e–mail (θηλ.ουσ)
emalopia (θηλ.ουσ)
emanare (ρ.αμτβ.)
emanare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---