Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόelzevìro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eldzeˈviro] 1 φιλολογικό άρθρο σε εφημερίδα 2 εκτύπωση του Ελζεβίρ 3 χαρακτήρας Ελζεβίρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |