Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemanazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [emanatˈtsjone] 1 πηγή 2 εκπνοή 3 εκπομπή 4 αναθυμίαση 5 απόπνοια 6 θεσμοθέτηση 7 απόρροια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |