Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emarginàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emarʤiˈnato]

ο περιθωριακός (-ή)

emarginàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [emarʤiˈnato]

περιθωριακός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emarginare emarginazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

emancipatore (αρσ. επίθ και ουσ)
emancipazione (θηλ.ουσ)
emangioma (ουσ αρσ )
Emanuele (κύρ.όν. αρσ.)
emarginare (ρ. μτβ.)
emarginato (ουσ αρσ )
emarginato (επίθ.)
emarginazione (θηλ.ουσ)
emartrosi (θηλ.ουσ)
emasculare (ρ. μτβ.)
emasculazione (θηλ.ουσ)
ematemesi (θηλ.ουσ)
ematico (επίθ.)
ematina (θηλ.ουσ)
ematite (θηλ.ουσ)
ematofago (επίθ.)
ematogeno (επίθ.)
ematologia (θηλ.ουσ)
ematologo (ουσ αρσ )
ematoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---