Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emartròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emarˈtrɔzi]

αιμάρθωση (παθολογική συγκέντρωση αίματος σε κοιλότητα άρθρωσης)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emarginazione emasculare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Emanuele (κύρ.όν. αρσ.)
emarginare (ρ. μτβ.)
emarginato (ουσ αρσ )
emarginato (επίθ.)
emarginazione (θηλ.ουσ)
emartrosi (θηλ.ουσ)
emasculare (ρ. μτβ.)
emasculazione (θηλ.ουσ)
ematemesi (θηλ.ουσ)
ematico (επίθ.)
ematina (θηλ.ουσ)
ematite (θηλ.ουσ)
ematofago (επίθ.)
ematogeno (επίθ.)
ematologia (θηλ.ουσ)
ematologo (ουσ αρσ )
ematoma (ουσ αρσ )
ematopoiesi (θηλ.ουσ)
ematopoietico (επίθ.)
ematosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---