ItalianoGreco


emartròsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [emarˈtrɔzi]

αιμάρθωση (παθολογική συγκέντρωση αίματος σε κοιλότητα άρθρωσης)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---