Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elvètico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elˈvɛtiko]

γλώσσα των Ελβετών

elvètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [elˈvɛtiko]

Ελβετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eluvio elzeviriano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elusività (θηλ.ουσ)
elusivo (επίθ.)
eluso (επίθ.)
eluviale (επίθ.)
eluvio (ουσ αρσ )
elvetico (ουσ αρσ )
elvetico (επίθ.)
elzeviriano (επίθ.)
elzevirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
elzeviro (ουσ αρσ )
emaciamento (ουσ αρσ )
emaciare (ρ. μτβ.)
emaciarsi (ρ.μ. (αντων.))
emaciato (επίθ.)
emaciazione (θηλ.ουσ)
e–mail (θηλ.ουσ)
emalopia (θηλ.ουσ)
emanare (ρ.αμτβ.)
emanare (ρ. μτβ.)
emanatismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---