Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemaciazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [emaʧatˈtsjone] 1 αδυναμία εξαιρετική 2 λαθράκιασμα 3 απίσχνανση 4 αποστέωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |