Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


emaciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [emaˈʧare]

1 αποστεώνω
2 αδυνατίζω κάποιον πολύ

emaciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [emaˈʧarsi]

1 φεγγρίζω
2 λαθρακιάζω
3 αδυνατίζω πολύ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  emaciamento emaciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elvetico (επίθ.)
elzeviriano (επίθ.)
elzevirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
elzeviro (ουσ αρσ )
emaciamento (ουσ αρσ )
emaciare (ρ. μτβ.)
emaciarsi (ρ.μ. (αντων.))
emaciato (επίθ.)
emaciazione (θηλ.ουσ)
e–mail (θηλ.ουσ)
emalopia (θηλ.ουσ)
emanare (ρ.αμτβ.)
emanare (ρ. μτβ.)
emanatismo (ουσ αρσ )
emanazione (θηλ.ουσ)
emanazionismo (ουσ αρσ )
emancipare (ρ. μτβ.)
emanciparsi (ρ.μ. (αντων.))
emancipato (επίθ.)
emancipatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---