Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόemaciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [emaˈʧare] 1 αποστεώνω 2 αδυνατίζω κάποιον πολύ emaciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [emaˈʧarsi] 1 φεγγρίζω 2 λαθρακιάζω 3 αδυνατίζω πολύ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |