Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elusióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eluˈzjone]

1 υπεκφυγή
2 ελιγμός
3 αποφυγή
4 διαφυγή
5 ξεγλίστρημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eluire elusività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elucubrare (ρ. μτβ.)
elucubrazione (θηλ.ουσ)
eludere (ρ. μτβ.)
eluente (επίθ.)
eluire (ρ. μτβ.)
elusione (θηλ.ουσ)
elusività (θηλ.ουσ)
elusivo (επίθ.)
eluso (επίθ.)
eluviale (επίθ.)
eluvio (ουσ αρσ )
elvetico (ουσ αρσ )
elvetico (επίθ.)
elzeviriano (επίθ.)
elzevirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
elzeviro (ουσ αρσ )
emaciamento (ουσ αρσ )
emaciare (ρ. μτβ.)
emaciarsi (ρ.μ. (αντων.))
emaciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---