Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elòquio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈlɔkwjo]

1 διάλογος
2 γλώσσα
3 επικοινωνία
4 αγόρευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  eloquenza elsa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elogista (ουσ αρσ και θηλ.)
elongazione (θηλ.ουσ)
eloquente (επίθ.)
eloquentemente (επίρ.)
eloquenza (θηλ.ουσ)
eloquio (ουσ αρσ )
elsa (θηλ.ουσ)
elucubrare (ρ. μτβ.)
elucubrazione (θηλ.ουσ)
eludere (ρ. μτβ.)
eluente (επίθ.)
eluire (ρ. μτβ.)
elusione (θηλ.ουσ)
elusività (θηλ.ουσ)
elusivo (επίθ.)
eluso (επίθ.)
eluviale (επίθ.)
eluvio (ουσ αρσ )
elvetico (ουσ αρσ )
elvetico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---