Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόelongazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [elongatˈtsjone] γωνιακή απόσταση πλανήτη από τον Ήλιο (ή δύο άστρων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |