Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elongazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [elongatˈtsjone]

γωνιακή απόσταση πλανήτη από τον Ήλιο (ή δύο άστρων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elogista eloquente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elogiare (ρ. μτβ.)
elogiativo (επίθ.)
elogiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
elogio (ουσ αρσ )
elogista (ουσ αρσ και θηλ.)
elongazione (θηλ.ουσ)
eloquente (επίθ.)
eloquentemente (επίρ.)
eloquenza (θηλ.ουσ)
eloquio (ουσ αρσ )
elsa (θηλ.ουσ)
elucubrare (ρ. μτβ.)
elucubrazione (θηλ.ουσ)
eludere (ρ. μτβ.)
eluente (επίθ.)
eluire (ρ. μτβ.)
elusione (θηλ.ουσ)
elusività (θηλ.ουσ)
elusivo (επίθ.)
eluso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---