Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elogiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eloʤaˈtore]

1 ανυμνών
2 ευλογών
3 κάποιος που εκθειάζει
4 δοξολογών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elogiativo elogio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elocuzione (θηλ.ουσ)
eloderma (ουσ αρσ )
elogiabile (επίθ.)
elogiare (ρ. μτβ.)
elogiativo (επίθ.)
elogiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
elogio (ουσ αρσ )
elogista (ουσ αρσ και θηλ.)
elongazione (θηλ.ουσ)
eloquente (επίθ.)
eloquentemente (επίρ.)
eloquenza (θηλ.ουσ)
eloquio (ουσ αρσ )
elsa (θηλ.ουσ)
elucubrare (ρ. μτβ.)
elucubrazione (θηλ.ουσ)
eludere (ρ. μτβ.)
eluente (επίθ.)
eluire (ρ. μτβ.)
elusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---