Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ellissògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ellisˈsɔgrafo]

ελλειψογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ellissi ellissoidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ellenistico (αρσ. επίθ και ουσ)
ellenizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Ellesponto (κύρ.όν. αρσ.)
ellisse (θηλ.ουσ)
ellissi (θηλ.ουσ)
ellissografo (ουσ αρσ )
ellissoidale (επίθ.)
ellissoide (ουσ αρσ )
ellitticamente (επίρ.)
ellittico (επίθ.)
elmetto (ουσ αρσ )
elminti (ουσ αρσ πληθ.)
elmintiasi (θηλ.ουσ)
elmintico (επίθ.)
elmintologia (θηλ.ουσ)
elmintologico (επίθ.)
elmintologo (ουσ αρσ )
elmo (ουσ αρσ )
elocuzione (θηλ.ουσ)
eloderma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---