Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ellenizzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ellenidˈdzare]

1 εξελληνίζω
2 εξελληνίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ellenistico Ellesponto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elleboro (ουσ αρσ )
ellenico (επίθ.)
ellenismo (ουσ αρσ )
ellenista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ellenistico (αρσ. επίθ και ουσ)
ellenizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Ellesponto (κύρ.όν. αρσ.)
ellisse (θηλ.ουσ)
ellissi (θηλ.ουσ)
ellissografo (ουσ αρσ )
ellissoidale (επίθ.)
ellissoide (ουσ αρσ )
ellitticamente (επίρ.)
ellittico (επίθ.)
elmetto (ουσ αρσ )
elminti (ουσ αρσ πληθ.)
elmintiasi (θηλ.ουσ)
elmintico (επίθ.)
elmintologia (θηλ.ουσ)
elmintologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---